- σκλαβάκι
- το, Ν [σκλάβος]1. (υποκορ. τ.) νεαρός σκλάβος, σκλαβόπουλο2. στον πληθ. τα σκλαβάκιαπαιδικό παιχνίδι, αλλ. αμπάριζα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκλαβάκι — το 1. μικρός σκλάβος. 2. στον πληθ., σκλαβάκια είδος παιχνιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)